φραγκοφέρνω

φραγκοφέρνω
αμτβ., ζω και συμπεριφέρομαι ως Φράγκος (όπως οι δυτικοί Ευρωπαίοι), μιμούμαι τη ζωή των Φράγκων, ντύνομαι όπως οι Ευρωπαίοι, κρατώ τις συνήθειές τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φραγκοφέρνω — Ν (αμτβ.) φέρομαι και ντύνομαι σαν Φράγκος, σαν να είμαι από τη δυτική Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + φέρνω, β συνθετικό ρ. με σημ. «μοιάζω με...», που ανάγεται στο ρ. φέρω / φέρνω (πρβλ. αγγλο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”